Ελένη Κούκη
Μια Χούντα στην καρδιά της μεταπολεμικής Ευρώπης
Πώς το ελληνικό πρόβλημα έγινε η θρυαλλίδα που μετατόπισε τη συζήτηση στην Ευρώπη από τη βασική διαιρετική αξία του Ψυχρού Πολέμου, τον αντικομουνισμό, στη δημοκρατία.
Στις 21 Απριλίου 1967, η Ευρώπη βρέθηκε θεατής στο πρώτο πραξικόπημα που λάμβανε χώρα εντός των ορίων της μετά τον ταραγμένο Μεσοπόλεμο. Οι συνταγματάρχες έκοψαν κάθε ροή πληροφοριών, έκλεισαν τα ελληνικά αεροδρόμια, έριξαν τις τηλεφωνικές επικοινωνίες. Κάποιοι ξένοι δημοσιογράφοι που έτυχε να βρίσκονται σε ελληνικό έδαφος προσπάθησαν παρά την αυστηρή απαγόρευση κυκλοφορίας να μεταδώσουν εικόνες, αλλά και τις αποσπασματικές πληροφορίες που συγκέντρωσαν. Από την Ανατολική Ευρώπη έρχονταν ανησυχητικές ειδήσεις για εκτελέσεις και άλλες βιαιότητες.
Ποιοι είχαν κάνει το πραξικόπημα; Με τι προθέσεις; Τι επιπτώσεις θα είχε αυτό για την Ευρώπη; Κυρίως, όμως, τι στάση θα έπρεπε να κρατήσουν; Αυτές ήταν οι ερωτήσεις που καλούνταν να απαντήσουν τα ευρωπαϊκά κράτη. Η θέση που τελικά πήραν, διαμορφώθηκε ανάλογα με τα συμφέροντά τους και τη συγκυρία. Η Μεγάλη Βρετανία, για παράδειγμα, μετά την κρίση του Σουέζ του 1956 φοβόταν μήπως στην Ελλάδα επικρατήσουν «νασερικοί», οπότε ήταν έτοιμη για κάποιου είδους συνεννόησης με την ομάδα των πραξικοπηματιών που θα τους διαβεβαίωνε ότι ελέγχει όσους είχαν αντι-δυτική κατεύθυνση. Η Γαλλία και η Γερμανία επιφυλάχθηκαν να έρθουν σε ρήξη με το νέο καθεστώς, κυρίως λόγω των εμπορικών συναλλαγών τους. Αντίθετα, η Ιταλία ήταν από τα πρώτα κράτη που καταδίκασε το πραξικόπημα, πιθανόν λόγω της γειτνίασης της με την Ελλάδα, και του φόβου μιας «εξαγωγής πραξικοπήματος» στο δικό της έδαφος. Απερίφραστα αρνητικές από τις πρώτες μέρες υπήρξαν οι σκανδιναβικές χώρες.
Οι υπερεθνικοί ευρωπαϊκοί θεσμοί, το Συμβούλιο της Ευρώπης και η Ευρωπαϊκή Οικονομική Κοινότητα, αποδοκίμασαν το πραξικόπημα από την πρώτη στιγμή. Και οι δύο αυτοί οργανισμοί είχαν δημιουργηθεί μετά το τέλος του Β΄ΠΠ για να εγγυηθούν τη δημοκρατική και οικονομική σταθερότητα στην Ευρώπη, και συνεπώς την αποφυγή μιας πολιτικής αποσταθεροποίησης που θα άνοιγε το ενδεχόμενο ενός νέου πολέμου. Επιπλέον, παλιές και νέες οργανώσεις δραστηριοποιήθηκαν για το ελληνικό ζήτημα σπάζοντας τις εθνικές γραμμές και υποχρεώνοντας ακόμη και τις πιο απρόθυμες ευρωπαϊκές κυβερνήσεις να ασχοληθούν με αυτό. Ήδη από τις πρώτες εβδομάδες, η Socialist International έστειλε τρεις Ευρωπαίους βουλευτές που ανήκαν σε σοσιαλδημοκρατικά κόμματα να καταγράψουν τις συνθήκες στην Ελλάδα. Το Δεκέμβριο του 1967 μια οργάνωση που μετρούσε μόλις έξι χρόνια ζωής, η Διεθνής Αμνηστία οργάνωσε την πρώτη της αποστολή στην Ελλάδα και συνέλεξε μαρτυρίες για βασανιστήρια. Εφημερίδες και περιοδικά διεθνούς εμβέλειας, η Guardian, οι Times Λονδίνου, το Paris Match, το Der Spiegel, για να αναφέρουμε μόνο λίγα και ενδεικτικά, ασχολήθηκαν συστηματικά με το «πρώτο πραξικόπημα σε ευρωπαϊκό έδαφος μετά το τέλος του Β΄ΠΠ». Οι πολίτες της Ευρώπης, οι μεγάλες μεταναστευτικές κοινότητες Ελλήνων, οι φοιτητές, οι διανοούμενοι ενδιαφέρονταν για τα τεκταινόμενα στην Ελλάδα.
Οι Συνταγματάρχες προσπάθησαν να καθησυχάσουν τη διεθνή κοινότητα, και να αποκρύψουν στο εσωτερικό της Ελλάδας τις πλέον αρνητικές διεθνείς αντιδράσεις, όπως για παράδειγμα ότι η ΕΟΚ πάγωσε τις ενταξιακές διαπραγματεύσεις με την Ελλάδα από την πρώτη στιγμή. Σε αντίθεση με άλλα στρατιωτικά κινήματα της Μέσης Ανατολής, που αρχικά τους είχαν εμπνεύσει, όπως αυτό του Νάσερ στην Αίγυπτο, δεν είχαν καμία διάθεση να συγκρουστούν με τη Δυτική Ευρώπη ή να διακινδυνεύσουν να βρεθούν εκτός ΝΑΤΟ. Προσπάθησαν, λοιπόν, να κτίσουν την επικοινωνιακή τους τακτική προς το διεθνές ακροατήριο τονίζοντας την κατεξοχήν αξία που ένωνε το Δυτικό Κόσμο στα χρόνια του Ψυχρού Πολέμου, τον αντικομουνισμό. Παρουσιάσθηκαν ως ακρίτες της Δυτικής Ευρώπης που μάχονταν για να αντιμετωπίσουν τον κόκκινο κίνδυνο εξ ανατολών. Ταυτόχρονα, επιχείρησαν να καθησυχάσουν τις ευρωπαϊκές δημοκρατικές ευαισθησίες, διακηρύσσοντας ότι η παρέμβασή τους δεν είχε στόχο τη δημιουργία μόνιμου καθεστώτος. Γι’ αυτό παρουσιάζονταν ως μια μεταβατική κυβέρνηση που ως μόνο στόχο είχε την εξυγίανση της ελληνικής πολιτικής και την εμπέδωση της «συγχρόνου δημοκρατίας».
Αρχικά, οι πραξικοπηματίες είχαν στα χέρια τους ένα ισχυρό νομιμοποιητικό χαρτί, ο βασιλιάς, ο νόμιμος πολιτειακός άρχοντας, είχε αναγνωρίσει το κίνημά τους και είχε δεχτεί να ορκίσει την πρώτη δοτή κυβέρνηση. Όταν, όμως, το Δεκέμβριο του 1967, διοργάνωσε το δικό του αποτυχημένο πραξικόπημα, και αυτοεξορίστηκε, τότε οι πραξικοπηματίες πήραν μια σειρά από μέτρα προκειμένου να καθησυχάσουν τις ευρωπαϊκές κυβερνήσεις. Τα ηγετικά στελέχη της Χούντας παραιτήθηκαν από το στρατό και έθεσαν χρονοδιάγραμμα για την αποκατάσταση της δημοκρατίας. Προχώρησαν στη διενέργεια δημοψηφίσματος για τη δημιουργία νέου συντάγματος που υποτίθεται ότι θα εξυγίαινε το ελληνικό πολιτικό σύστημα. Συνεργάστηκαν με τον Διεθνή Ερυθρό Σταυρό για το ανθρωπιστικό ζήτημα των πολιτικών κρατουμένων, και ιδιαίτερα για τη διαβόητη φυλακή στην ακατοίκητη και άνυδρη νησίδα της Γυάρου, η επαναλειτουργία της οποίας προκάλεσε σάλο στην ευρωπαϊκή κοινή γνώμη.
Στην πράξη, όμως, δεν εφάρμοσαν κανένα από τα ουσιώδη βήματα στα οποία είχαν αυτοδεσμευτεί. Αντίθετα, οργάνωσαν μια επικοινωνιακή πολιτική χρηματοδοτώντας μεγάλες ευρωπαϊκές εταιρίες δημοσίων σχέσεων και διαφήμισης, όπως η Maurice Frazer and Associates, ή δωροδοκώντας απευθείας βουλευτές ευρωπαϊκών κρατών, προκειμένου αυτοί να επισκεφθούν την Ελλάδα και να εκθειάσουν στις χώρες τους, τη σταθερότητα και το ανορθωτικό έργο της «εθνοσωτηρίου επαναστάσεως». Η αποκάλυψη ότι ευρωπαίοι βουλευτές είχαν δεχτεί να γίνουν προπαγανδιστές της Χούντας δημιούργησε σάλο στην ευρωπαϊκή κοινή γνώμη. Η ελληνική δικτατορία έθετε την Ευρώπη προ των ευθυνών της: οι ευρωπαϊκές αξίες των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και της δημοκρατίας ήταν όντως γνήσιες βάσεις του μεταπολεμικού ευρωπαϊκού οικοδομήματος ή απλή ρητορεία που η δυτική Ευρώπη είχε χρησιμοποιήσει εναντίον της Ανατολικής Ευρώπης, αλλά αδυνατούσε να τις εφαρμόσει η ίδια;
Μετά την αναγκαστική αποχώρηση της Ελλάδας από το Συμβούλιο της Ευρώπης το Δεκέμβριο του 1969, οι πιο μαχητικές χώρες εναντίον της Χούντας έχασαν το βασικό μοχλό πίεσης που είχαν προς το καθεστώς. Οι Συνταγματάρχες, ωστόσο, και ιδιαίτερα ο Γ. Παπαδόπουλος, συνέχισαν να προβαίνουν σε κινήσεις ενός κατ’ επίφαση εκδημοκρατισμού, για παράδειγμα εφαρμόζοντας το νέο νόμο που το Φθινόπωρο του 1969 κατάργησε την προληπτική λογοκρισία, ή με σχέδια όπως το πρόγραμμα της φιλελευθεροποίησης που από το 1970 εγκαινίασε ο Γ. Παπαδόπουλος. Το αντιδικτατορικό κίνημα αξιοποίησε κάθε χαραμάδα που η Χούντα του προσέφερε προκειμένου να αποφύγει τη μετωπική σύγκρουση με τη Δυτική Ευρώπη. Έτσι, μπόρεσε να δημιουργηθεί ένα μαζικό φοιτητικό κίνημα που ήρθε σε σύγκρουση με το καθεστώς και ανέδειξε πέρα από κάθε αμφιβολία ότι το καθεστώς στερούνταν λαϊκών ερεισμάτων.
Επιπλέον, είχε γίνει πλέον φανερό ακόμη και σε εκείνους που ήταν πρόθυμοι να το παραβλέψουν, ότι η ρητορική της Χούντας υπέρ της Δημοκρατίας ήταν εντελώς ψευδής, μια κενή χειρονομία και προκάλυμμα για τη στερέωση του αυταρχικού καθεστώτος της. Έτσι, ακόμη και κυβερνήσεις που συνεργάστηκαν ή ανέχτηκαν τη Χούντα, όπως η Γαλλία που το 1969 ήρθε σε συνεννόηση με τους συνταγματάρχες για την πώληση στρατιωτικού εξοπλισμού, έδωσαν καταφύγιο σε Έλληνες διωκόμενους δημιουργώντας πρόσφορο έδαφος για την ανάπτυξη ενός πολυποίκιλου δικτύου αλληλεγγύης και διαμαρτυρίας. Αυτό το πανευρωπαϊκό κίνημα στόχευε τόσο στην καταδίκη της ελληνικής Χούντας, όσο και στην ανάδειξη της προάσπισης της δημοκρατίας σε κεντρικό ευρωπαϊκό ζήτημα. Το ελληνικό πρόβλημα έγινε η θρυαλλίδα που μετατόπισε τη συζήτηση στην Ευρώπη από τη βασική διαιρετική αξία του Ψυχρού Πολέμου, τον αντικομουνισμό στη δημοκρατία.